...επαναφέρει τις αγωνίες στους ταϊλανδούς και σε μεγαλοεπενδυτές, δημιουργεί ωστόσο ιδανικές συνθήκες για τουρίστες και εξαγωγείς.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Bloomberg 19η Μαϊου 2015
Με τη φωτιά αποφάσισε να παίξει η Ταϊλάνδη 18 χρόνια μετά την αλήστου μνήμης Ασιατική Κρίση, εμπλέκοντας το νόμισμα της χώρας σε έναν συναλλαγματικό πόλεμο που μαίνεται μεταξύ των τριών μεγαλύτερων νομισμάτων του πλανήτη (αμερικανικού δολαρίου, ευρώ και γεν) με στόχο να τονώσει την καρκινοβατούσα ανάπτυξη της οικονομίας της.
Ασκώντας με πολύ αποτελεσματικό τρόπο, είναι αλήθεια, μια πολιτική υποτίμησης του εθνικού νομίσματος της χώρας, η Κεντρική Τράπεζα της Ταϊλάνδης κατάφερε μέσα σε μόνο τρεις εβδομάδες να ρίξει την ισοτιμία του μπατ στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων έξι χρόνων έναντι του δολαρίου - το ταϊλανδέζικο νόμισμα υποτιμήθηκε κατά 2,9% έναντι του αμερικανικού.
Η εξέλιξη είναι πολύ εντυπωσιακότερη αν αναλογιστεί κανείς ότι το αμερικανικό δολάριο μέσα σε ένα μόνο μήνα υποχώρησε κατά 4,5% έναντι ενός καλαθιού νομισμάτων. Το ταϊλανδέζικο μπατ, δηλαδή, ακολούθησε πορεία αντίθετη με εκείνη των άλλων νομισμάτων.
Η Κεντρική Τράπεζα της Ταϊλάνδης κατάφερε να ρίξει το εθνικό της νόμισμα έναντι του δολαρίου την ώρα που αυτό βρισκόταν σε πτωτική πορεία έναντι όλων των άλλων νομισμάτων, κυρίως με την κίνησή της, στα τέλη Απριλίου, να μειώσει στο 1,5% το βασικό επιτόκιο του μπατ - πρόκειται για το χαμηλότερο επιτόκιο του νομίσματος από τον Ιούλιο του 2010. Ένα μήνα νωρίτερα είχε προχωρήσει σε νέα μείωση των επιτοκίων.
Επίσης η Κεντρική Τράπεζα της Ταϊλάνδης είχε χαλαρώσει τον περιορισμό ελέγχου της αγοράς συναλλάγματος της χώρας, αυξάνοντας το όριο αγοράς συναλλάγματος από τα 500.000 στα 5 εκατ. δολάρια.
Ομαδική φυγή κεφαλαίων
Το αποπληθωριστικό περιβάλλον (οι τιμές στη χώρα υποχώρησαν κατά 1% τον Απρίλιο) σε συνδυασμό με την πτώση των διεθνών τιμών του πετρελαίου επέτρεψαν στην ταϊλανδέζικη νομισματική αρχή να προχωρήσει σε μια επιθετική νομισματική χαλάρωση. Το πρόβλημα, ωστόσο, έγκειται στο γεγονός ότι η πολιτική αυτή ξεσήκωσε ένα τεράστιο κύμα φυγής κεφαλαίων από τη χώρα!
Σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg, «οι ανακοινώσεις της ταϊλανδέζικης Τράπεζας τιμώρησαν το νόμισμα της χώρας, καθώς, μετά την ανακοίνωση της πτώσης των επιτοκίων στο 1,5% οι ξένοι επενδυτές απέσυραν επενδύσεις συνολικής αξίας 112 εκατ. δολαρίων από την αγορά κεφαλαίων της Μπανγκόκ, ενώ πούλησαν 786 εκατ. μπατ για να αγοράσουν δολάρια». Ο γενικός δείκτης SET του Χρηματιστηρίου της Μπανγκόκ έχει υποχωρήσει κατά 6,5% από τα υψηλότερα επίπεδα του 2015.
Οι νομισματικές αρχές της χώρας - με τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης της Μπανγκόκ φυσικά - θέλησαν να ανταποκριθούν στις ανησυχίες των Ταϊλανδών εξαγωγέων, που έβλεπαν την ανταγωνιστικότητα - άρα και τις πωλήσεις - των προϊόντων τους να υποχωρούν εξαιτίας της ενίσχυσης της ισοτιμίας του μπατ.
Οι εξαγωγές συνεισφέρουν κατά 66% στην ανάπτυξη της ταϊλανδέζικης οικονομίας. Και το 2014 ο ρυθμός ανάπτυξης της χώρας είχε υποχωρήσει στο 0,7% - ποσοστό που ισοδυναμεί με ύφεση για μια αναπτυσσόμενη οικονομία, όπως είναι αυτή της Ταϊλάνδης.
Τραγικές αναμνήσεις
Η υποτίμηση του μπατ μπορεί μεν να τονώσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της Ταϊλάνδης έναντι των άλλων «ασιατικών Τίγρεων», αλλά μπορεί να πυροδοτήσει και ανεξέλεγκτες εκροές κεφαλαίων από τη χώρα και κερδοσκοπικές πιέσεις κατά του νομίσματος δύσκολα αναστρέψιμες. Το μπατ, άλλωστε, με τον κερδοσκοπικό πόλεμο που δέχθηκε στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος, αποτέλεσε τη θρυαλλίδα με την οποία πυροδοτήθηκε η διαβόητη Ασιατική Κρίση του 1997.
Να είναι άραγε τόσα πολλά τα 18 χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε, ώστε να ξέχασαν οι νομισματικές αρχές της Ταϊλάνδης την οικονομική καταστροφή που έπληξε όλες τις αναδυόμενες οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ασίας και την επόμενη χρονιά επεκτάθηκε στη Ρωσία, την Αργεντινή και τη Βραζιλία;
Θα μπορούσε, ίσως, να υποστηρίξει κάποιος κάτι τέτοιο, αν τα χρόνια που ακολούθησαν δεν έβριθαν από κρίσεις που διαδέχονταν η μία την άλλη με αποκορύφωμα, βεβαίως, την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 που ακόμα ταλανίζει τα οικονομικά επιτελεία του πλανήτη (ακόμα και εκείνο της Ουάσιγκτον…) εμποδίζοντάς τα να αποκαταστήσουν ένα σταθερό αναπτυξιακό βήμα.